- συνδοσία
- ἡ, Μ [συνδότης]συνεισφορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύνδοσις — όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α [συνδίδωμι] μσν. συνεισφορά, συνδοσία* αρχ. 1. διάχυση («σύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.) 2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.) 3. χαλάρωση 4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων … Dictionary of Greek